- επισυνημμένος
- η, ον прилагаемый, приложенный; присоединённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επισυνάπτω — επισύναψα, επισυνημμένος, μτβ., συνάπτω κάτι σε κάτι, προσαρτώ, και ιδίως αποστέλλω κάτι μαζί με επιστολή ή άλλο έγγραφο: Επισυνάπτω στην αίτησή μου και το πιστοποιητικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)